- δεσμεῖν
- δεσμέωundergo ankylosispres inf act (attic epic doric)δεσμεύωfetterpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεσμώ — (I) (AM δεσμῶ, έω) [δεσμός] φρ. «τὸ δεσμεῑν τε καὶ λύειν» το δικαίωμα τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν άφεση αμαρτιών νεοελλ. φρ. «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του αρχ. μσν. δένω… … Dictionary of Greek
вязать — вяжу, укр. в язати, блр. вязаць, др. русск. вязати, ст. слав. вѩзати δεῖν, δεσμεῖν, болг. вежа, везвам, сербохорв. везати, словен. vezati, чеш. vazati, слвц. viazat , польск. wiązac, в. луж. wjazac, н. луж. wjezas. Сюда же вязь ж., сербохорв.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ιερατείο — Τυπικός θεσμός των ανώτερων θρησκειών. Αναφέρεται στο σύνολο των ιερέων μιας θρησκείας και σκοπός του είναι η τέλεση και διαφύλαξη της λατρείας. Ο θεσμός αυτός προβλέπει τουλάχιστον πρακτική –αν όχι θεωρητική– διάκριση μεταξύ της σφαίρας του… … Dictionary of Greek
ИОАНН БОГОСЛОВ — [Иоанн Зеведеев; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος], один из ближайших учеников Иисуса Христа, св. апостол от Двенадцати (см. Апостолы), с именем к рого церковное Предание связывает создание ряда канонических текстов НЗ, в т. ч. Евангелия от Иоанна,… … Православная энциклопедия